- εκβησσω
- ἐκβήσσωἐκ-βήσσωоткашливать, отхаркивать
(τι Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τι Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
εκβήσσω — ἐκβήσσω (AM) αποβάλλω με τον βήχα … Dictionary of Greek
ἐκβήξῃ — ἐκβήσσω cough up aor subj mid 2nd sg ἐκβήσσω cough up aor subj act 3rd sg ἐκβήσσω cough up fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκβήσσουσιν — ἐκβήσσω cough up pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐκβήσσω cough up pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκβηχθείη — ἐκβήσσω cough up aor opt pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκβήσσεται — ἐκβήσσω cough up pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκβήττων — ἐκβήσσω cough up pres part act masc nom sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξ — (I) (AM ἐξ) πρόθ. 1. ο πλήρης τύπος τής πρόθ. εκ* ([εκς>εξ], όπως π.χ. εκ[ς] Κορίνθου > εκ Κορίνθου με αποβολή τού ς μεταξύ δύο συμφώνων) μπροστά από λέξεις που αρχίζουν από φωνήεν είτε «εν συντάξει» είτε «εν συνθέσει», από («εξ αγοράς»… … Dictionary of Greek